Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Φράση:
Η συντακτική δομή που περιλαμβάνει περισσότερες από μία λέξεις και δεν είναι πρόταση, δηλαδή δεν έχει την τυπική προτασιακή δομή Υποκείμενο - Κατηγόρημα. Από τον συνδυασμό των φράσεων προκύπτουν οι προτάσεις, ενώ από την ανάλυσή τους οι λέξεις.
Οι βασικές κατηγορίες των φράσεων είναι η ονοματική (π.χ μεγάλοσκυλί), η ρηματική (π.χ. έπεσε κάτω), η προθετική (π.χ. προς τα αριστερά), η επιρρηματική (π.χ. πολύ αργά) και η επιθετική (π.χ. καλός και όμορφος).


Πρόταση:
Είναι η βασική μονάδα του λόγου με την έννοια ότι έχει σημασιακή και συντακτική αυτονομία· σημασιακή αυτονομία, στον βαθμό που εκφράζει μια ''πλήρη σκέψη'', αφού η πρόταση είναι συνδυασμός ενός ειδικού και ενός γενικού όρου, ενός ονόματος και ενός κατηγορήματος. Η συντακτική της αυτονομία, το γεγονός δηλαδή ότι η πρόταση -αντίθετα από άλλες μικρότερες μονάδες (ή ''μέρη του λόγου'') όπως η φράση, το ουσιαστικό, το επίρρημα κλπ.- μπορεί να ''σταθεί μόνη της'' στον λόγο, είναι απόρροια της σημασιακής της αυτονομίας. Αν όμως η πρόταση είναι αυτόνομη από σημασιακή και συντακτική άποψη, από επικοινωνιακή άποψη δεν είναι αυτόνομη. Ο προφορικός λόγος δεν συγκροτείται από αυτόνομες προτάσεις, αλλά από προτάσεις που διαπλέκονται για να δομήσουν διαλόγους, δηλαδή κείμενα. Η ίδια η συντακτική συγκρότηση της πρότασης αντανακλά αυτή τη διαπλοκή. 'Ετσι, η επιλογή του οριστικού ή του αόριστου άρθρου, π.χ. το παιδί ήρθε/ένα παιδί ήρθε καθορίζεται από τις παραδοχές που κάνει ο ομιλητής για το κοινό απόθεμα πληροφοριών που μοιράζεται με τον συνομιλητή του. Η επιλογή του οριστικού άρθρου, για παράδειγμα, υπονοεί ότι ο ομιλητής θεωρεί δεδομένη τη γνώση του συνομιλητή του γι' αυτό το οποίο γίνεται λόγος (ποιο παιδί, στο παραπάνω παράδειγμα). Η επιλογή του αόριστου άρθρου από την άλλη, υπονοεί την αντίθετη παραδοχή (βλ. θέμα/σχόλιο). Η έμφαση, η αντιδιαστολή, η σειρά των λέξεων (π.χ. τον συνάντησα τον Γιάννη/τον Γιάννη συνάντησα ) και οι επιτονικοί χρωματισμοί κινητοποιούνται, επίσης, από τη διαπλοκή των προτάσεων στη συγκρότηση του κειμένου -της επικοινωνίας.

Λέξη:
Για τους ομιλητές μιας γλώσσας, η λέξη είναι μια ολοκληρωμένη, φωνητικά και σημασιολογικά, ενότητα. Γι' αυτό τείνουμε ως ομιλητές να θεωρούμε τη λέξη ως τη βασική μονάδα του λόγου. Τις περισσότερες φορές η λέξη αναλύεται σε επιμέρους μονάδες που είναι φορείς σημασίας (βλ. και μόρφημα). Γι' αυτό τον λόγο η έννοια "λέξη" θα πρέπει να κατανοηθεί μέσω της βασικότερης έννοιας "μόρφημα" και των κατηγοριών της: λεξικών και γραμματικών μορφημάτων, τα οποία διακρίνονται σε παραγωγικά και κλιτικά. Αυτό δηλαδή που ονομάζεται πολλές φορές "απλή", "ριζική" ή "πρωτότυπη" λέξη, είναι στην ουσία συνδυασμός ενός λεξικού μορφήματος συνήθως με κάποιο κλιτικό μόρφημα, π.χ. άνθρωπ-ος· ενώ η σύνθετη λέξη αποτελεί συνδυασμό δύο λεξικών μορφημάτων με κάποιο κλιτικό μόρφημα, π.χ. αγρι-άνθρωπ-ος. Αντίστοιχα, η παράγωγη λέξη είναι συνδυασμός ενός λεξικού με ένα παραγωγικό μόρφημα, συν το κλιτικό μόρφημα, π.χ. ανθρώπ-ιν-ος.

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014


Επιρρηματικές λέγονται οι προτάσεις που προσδιορίζουν κυρίως το ρήμα μιας πρότασης ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί, δίνοντας πληροφορίες για το χρόνο, τον τρόπο, την αιτία κ.λπ..
Ως προς τη σημασία τους είναι:
τελικές,
αιτιολογικές,
αποτελεσματικές,
υποθετικές,
εναντιωματικές - παραχωρητικές,
χρονικές και
αναφορικές, (οι αναφορικές εξετάζονται σε ανεξάρτητη σελίδα)
Παραδείγματα
• Επειδή οι Κορίνθιοι έχτισαν την πόλη τους πάνω στον Ισθμό, η Κόρινθος έγινε από πολύ παλιά εμπορικό κέντρο.
Η δευτερεύουσα πρόταση: «Επειδή οι Κορίνθιοι έχτισαν την πόλη τους πάνω στον Ισθμό» δηλώνει την αιτία για την οποία η Κόρινθος έγινε εμπορικό κέντρο, και είναι αιτιολογική.

• Κατέβηκε, για να αγοράσει τσιγάρα.
Η δευτερεύουσα πρόταση: «για να αγοράσει τσιγάρα» δηλώνει το σκοπό για τον οποίο κατέβηκε και είναι τελική. (στα αρχαία ελληνικά τέλος = σκοπός)

• Έτρεχε τόσο γρήγορα, ώστε δεν τον πρόλαβε κανείς.
Η δευτερεύουσα πρόταση: «ώστε δεν τον πρόλαβε κανείς» δηλώνει το αποτέλεσμα που είχε το γρήγορο τρέξιμο και είναι αποτελεσματική.

• Αν κάνει καλό καιρό, θα πάμε εκδρομή.
Η δευτερεύουσα πρόταση: «αν κάνει καλό καιρό» δηλώνει υπόθεση και είναι υποθετική.

• Αν και ήταν φτωχός, έδωσε το δαχτυλίδι του για τα θύματα του πολέμου.
Η δευτερεύουσα πρόταση: «αν και ήταν φτωχός» δηλώνει εναντίωση στην κύρια πρόταση και είναι εναντιωματική.

• Όταν διαβάζω, κουράζομαι.
Η δευτερεύουσα πρόταση: «όταν διαβάζω» δηλώνει το χρόνο που γίνεται μια πράξη και είναι χρονική.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
Οι επιρρηματικές προτάσεις χωρίζονται με κόμμα από την πρόταση από την οποία εξαρτώνται.


Ονοματικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που είναι ισοδύναμες με:
α) ονόματα ουσιαστικά,
β) ονόματα επίθετα
γ) αντωνυμίες
και χρησιμοποιούνται ως όροι της πρότασης από την οποία εξαρτώνται, δηλαδή ως:
α) υποκείμενο,
β) αντικείμενο,
γ) κατηγορούμενο,
δ) προσδιορισμός.

Μερικές φορές μπορούν να αντικαταστήσουν ένα όνομα ή να αντικατασταθούν από ένα όνομα.
 
Παραδείγματα:
 
1) Είναι γνωστό ότι οι Κορίνθιοι ναυπήγησαν τριήρεις.
Η δευτερεύουσα πρόταση: «ότι οι Κορίνθιοι ναυπήγησαν τριήρεις» χρησιμοποιείται ως υποκείμενο της κύριας πρότασης.
(Ποιο είναι γνωστό = ότι οι Κορίνθιοι ναυπήγησαν τριήρεις.)
Θα μπορούσαμε να αντικαταστήσουμε τη δευτερεύουσα πρόταση με όνομα, π.χ.
Είναι γνωστή η ναυπήγηση τριήρεων από τους Κορινθίους.

2) Θέλω να φάω.
Η δευτερεύουσα πρόταση «να φάω» χρησιμοποιείται ως αντικείμενο της κύριας πρότασης.
(Τι θέλω = να φάω)
Θα μπορούσαμε να αντικαταστήσουμε τη δευτερεύουσα πρόταση με όνομα, π.χ.
Θέλω φαγητό.
 
3) Αυτό μόνο σου λέω, να κάτσεις φρόνιμα.
Η δευτερεύουσα πρόταση: «να κάτσεις φρόνιμα» χρησιμοποιείται ως προσδιορισμός (επεξήγηση) της αντωνυμίας αυτό.

Οι ονοματικές προτάσεις ανάλογα με την ιδιαίτερη σημασία τους και ανάλογα με το σύνδεσμο που τις εισάγει χωρίζονται σε:
α) ειδικές,
β) βουλητικές,
γ) ενδοιαστικές,
δ) πλάγιες ερωτηματικές και
ε) ονοματικές αναφορικές.

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Προστακτικές μερικών ρημάτων στο δεύτερο πρόσωπο ενικού                                                                                                                                                                                                                             περίλαβε, σύλλαβε, συμπερίλαβε, παράλαβε, κατάλαβε, ανάλαβε
υπόβαλε, ανάβαλε, συνυπόβαλε, περίβαλε
αντίγραψε, διάγραψε, περίγραψε, σύγγραψε, υπόγραψε
επέκτεινε, παράτεινε , πρότεινε
απόκτησε
σύγκρινε, κατάκρινε, διάκρινε
επίταξε, σύνταξε, διάταξε, κατάταξε
διάνειμε, κατάνειμε
απόδοσε, επίδοσε, διάδοσε,  παράδοσε, κατάδοσε
επίμεινε, παράμεινε , ανάμεινε
ανάστειλε, διάστειλε , περίστειλε, κατάστειλε
απόφυγε, απόρριψε, απόκρουσε
ανάφερε, περίφερε, έκφερε
παράπεμψε, έκπεμψε
αντάλλαξε
σύναψε, άναψε
εγκατάλειψε, παράλειψε
ανάγαγε, παράγαγε, προσάγαγε
διεύρυνε, πρόσταξε
πρόσελθε, άπελθε
ανάδειξε, επίδειξε, κατάδειξε

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014




επένδυσα
επενδύ-θηκα
επενδυ-μένος
άπλωσα
απλώ-θηκα
απλω-μένος
βράβευσα
βραβεύ-θηκα-τηκα
βραβευ-μένος
έπαψα/έπαυσα
παύ-θηκα-τηκα
παυ-μένος


θραύω/έθραυσα
θραύ-στηκα
θραυ-σμένος





απέκλεισα
αποκλεί-στηκα
αποκλει-σμένος
έκλεισα
κλεί-στηκα
κλει-σμένος
διέψευσα
διαψεύ-στηκα
διαψευ-σμένος
άλεσα
αλέ-στηκα
αλε-σμένος
αγκάλιασα
αγκαλιά-στηκα
αγκαλια-σμένος


Με διπλό ενεστ. (α' και β' συζ.)



σκόρπ -ισα
σκορπ -ίστηκα
σκορπ -ισμένος


Με διπλό αόριστο



στράγγι(σ)ξα
στραγγί-σ(χ)τηκα
στραγγι-σ(γ)μένος

Ο αόριστος που τελειώνει σε -σ(ξ-ψ)α λέγεται σιγματικός αόριστος. Τα περισσότερα ρήματα σχηματίζουν σιγματικό αόριστο: έδε-σα.
Όταν ο ενεργητικός αόριστος τελειώνει σε -σα, ο παθητικός αόριστος τελειώνει σε -θηκα ή -στηκα/σθηκα και η μετοχή παθητικού παρακειμένου σε -μένος ή -σμένος. Μόνο μερικά ρήματα σε εύω, αύω σχηματίζουν παθητικό αόριστο και σε -τηκα: παιδεύτηκα, αναπαύτηκα.
Ο αόριστος φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν:
Χτύπησα την πόρτα.
Περάσαμε ωραία στο ταξίδι.
Ο παρακείμενος φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν και είναι πια αποτελειωμένο την ώρα που μιλούμε:
Έχω διαβάσει τα μαθήματά μου (= τα διάβασα, και τώρα είναι τελειωμένο το διάβασμα).
Ο παρακείμενος (όπως και ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας) έχει δυο τύπους:
Ο πρώτος τύπος σχηματίζεται με το ρήμα έχω και το απαρέμφατο του αορίστου:
έχω δέσει
έχω δεθεί.
Ο δεύτερος τύπος σχηματίζεται:
α) στην ενεργητική φωνή με το ρήμα έχω και τη μετοχή του παθητικού παρακειμένου:
έχω δεμένο, -η, -ο και
β) στην παθητική φωνή με το ρήμα είμαι και τη μετοχή του παθητικού παρακειμένου:
είμαι δεμένος, -η, -ο.
Τα ρήματα παρουσιάζουν διαφορές στην κλίση στον ενεστώτα και στον παρατατικό. Οι διαφορές αυτές επιβάλλουν το διαχωρισμό τους σε δύο συζυγίες. Στην πρώτη συζυγία ανήκουν τα ρήματα που τονίζονται στην παραλήγουσα στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του ενεργητικού ενεστώτα και στην προπαραλήγουσα στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του παθητικού ενεστώτα. Τα ρήματα αυτά τελειώνουν σε στην ενεργητική φωνή και σε -ομαι στην παθητική:
δένω - δένομαι.
Στη δεύτερη συζυγία ανήκουν τα ρήματα που τονίζονται στη λήγουσα στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του ενεργητικού ενεστώτα και στην παραλήγουσα στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του παθητικού ενεστώτα. Τα ρήματα αυτά τελειώνουν σε στην ενεργητική φωνή και σε -ιέμαι ή -ούμαι στην παθητική:
αγαπώ - αγαπιέμαι, λυπώ - λυπούμαι.
Φωνηεντόληκτα λέγονται τα ρήματα με χαρακτήρα φωνήεν ή δίψηφο: έ, ού, εί, ί, ύ.
Ο τελευταίος φθόγγος του ενεστωτικού ή του αοριστικού θέματος λέγεται ενεστωτικός ή αοριστικός χαρακτήρας. Στα θέματα πληρων-, πληρωσ-, πληρωθ- οι χαρακτήρες είναι ν, σ, θ. Το φωνήεν ή το δίψηφο που βρίσκεται στη συλλαβή την πριν από την κατάληξη λέγεται θεματικό φωνήεν. Του πληρώνω λ.χ. θεματικό φωνήεν είναι το ω, του λείπω το ει.
Θέμα ονομάζεται το σταθερό τμήμα κάθε κλιτής λέξης. Όταν π.χ. κλίνεται ένα ρήμα, ένα μέρος του, το πρώτο, δεν αλλάζει. Αυτό λέγεται θέμα. Π.χ. του ρήματος δένω το θέμα είναι δέν-. Ένα άλλο μέρος του, το τελευταίο, αλλάζει. Αυτό λέγεται κατάληξη. Π.χ. του ρήματος πληρώνω οι καταλήξεις είναι -ω, -εις, -ει κτλ. Τα θέματα του ρήματος είναι δύο:
α) το ενεστωτικό και
β) το αοριστικό (θέμα ενεργητικού αορίστου και θέμα παθητικού αορίστου).
Π.χ. του ρήματος πληρώνω το ενεστωτικό θέμα είναι πληρων- και το αοριστικό είναι πληρωσ- για τον ενεργητικό αόριστο και πληρωθ- για τον παθητικό αόριστο.
Το θέμα είναι βασικό στοιχείο για το σχηματισμό των χρόνων.
α) Από το ενεστωτικό θέμα σχηματίζονται οι εξακολουθητικοί χρόνοι και των δύο φωνών, δηλαδή ο ενεστώτας, ο παρατατικός και ο εξακολουθητικός μέλλοντας:

λύν-ω  λύν-ομαι
έλυν-α  λυν-όμουν
θα λύν-ω  θα λύν-ομαι
να λύν-ω  να λύν-ομαι
λύν-ε λύν-ου
λύν-οντας -

β) Από το θέμα του ενεργητικού αορίστου σχηματίζονται οι στιγμιαίοι χρόνοι της ενεργητικής φωνής, δηλαδή ο αόριστος και ο στιγμιαίος μέλλοντας, καθώς και το απαρέμφατο της ενεργητικής φωνής:

έ-λυσ-α  (έχω) λύσει
θα λύσ-ω  (είχα) λύσ-ει  (θα έχω) λύσει

γ) Από το θέμα του παθητικού αορίστου σχηματίζονται οι στιγμιαίοι χρόνοι της παθητικής φωνής, το παθητικό απαρέμφατο και οι συντελεσμένοι χρόνοι στο άκλιτό τους μέρος:

λύθ-ηκα  (έχω) λυθεί
θα λυθ-ώ  (είχα) λυθ-εί
(θα έχω) λυθεί

Ο ενεστώτας και ο αόριστος λέγονται αρχικοί χρόνοι του ρήματος, επειδή από το θέμα τους σχηματίζονται όλοι οι άλλοι χρόνοι.
Τα δίψηφα φωνήεντα είναι φωνήεντα με δύο ψηφία και δίνουν ένα φθόγγο, μια φωνή: αι, ει, οι, υι, ου.
Ρινικόληκτα: Τα ρήματα της κατηγορίας αυτής έχουν χαρακτήρα ρινικό (ν).
Οδοντικόληκτα: Τα ρήματα της κατηγορίας αυτής έχουν χαρακτήρα οδοντικό (δ, θ).
Συριστικόληκτα: Τα ρήματα της κατηγορίας αυτής έχουν χαρακτήρα συριστικό (σ, ζ).




εγκατέλειψα
εγκαταλεί-φθηκα
εγκατα(λε)λει-μμένος


εγκαταλείφτηκα

έκρυψα
κρύ-φτηκα
κρυ-μμένος
άλειψα
αλεί-φτηκα
αλει-μμένος
άστραψα


κάλυψα
καλύ-φθηκα
καλυ-μμένος


καλύ-φτηκα


δούλεψα
δουλεύ-τηκα
δουλε-μένος







γοήτ-ευσα-εψα
γοητεύ-τηκα
γοητευ-μένος








λάξ-ευσα-εψα
λαξεύ-τηκα
λαξε(υ)-μένος







Χειλικόληκτα: Τα ρήματα της κατηγορίας αυτής έχουν χαρακτήρα χειλικό (π, β, φ, φτ, πτ).




έπλεξα
πλέ-χτηκα
πλε-γμένος

καταδίωξα
καταδιώ-χθ(τ)ηκα
καταδιω-γμένος
άνοιξα
ανοί-χτηκα
ανοι-γμένος

έθιξα
θίχ-θηκα-τηκα
θι-γμένος
κατ(έ)άτρεξα
κατατρέ-χτηκα
κατατρε-γμένος

κατ(έ)άψυξα
καταψύ-χθηκα
κατ(ε)αψυ-γμένος
έριξα
ρί-χτηκα
ρι-γμένος

διέπραξα
διαπρά-χθ(τ)ηκα
διαπρα-γμένος







απάλλαξα
απαλλά-χθ(τ)ηκα
απαλλα-γμένος







έφραξα
φρά-χτηκα
φρα-γμένος







έπρηξα
πρή-στηκα
πρη-σμένος








Λαρυγγικόληκτα: Τα ρήματα της κατηγορίας αυτής έχουν χαρακτήρα λαρυγγικό (κ, γ, χ, χν, πτ).




έφερα
φέρ-θηκα
φερ-μένος



έκρινα
κρί-θηκα
κρι-μένος







διεύρυνα
διευρύ-νθηκα
διευρυ-μένος
Υγρόληκτα σε -άρω, -ίρω με άσιγμο και/ή σιγματικό αόριστο
καμουφλάρισα
καμουφλαρίστηκα
καμουφλαρισμένος











τράταρα/τρατάρισα
τραταρίστηκα
τραταρισμένος











σέρβιρα/σερβίρισα
σερβιρίστηκα
σερβιρισμένος










Αρκετά υγρόληκτα ρήματα σε -λλ-, -ρν-, -λν- σχηματίζουν άσιγμο αόριστο αλλάζοντας το θέμα τους: ψάλλω-έψαλα, γέρνω-έγειρα, στέλνω-έστειλα, μένω-έμεινα, απονέμω-απένειμα κτλ. Για τα ρήματα αυτά βλέπε στα ανώμαλα ρήματα (Ζ3, Ζ6, Ζ7).
Μια άλλη ομάδα με άσιγμο αόριστο αποτελούν τα ρήματα σε -αίνω, που χωρίζονται σε τρεις ομάδες.
α) Στην πρώτη ομάδα ανήκουν όσα χάνουν στον αόριστο τη συλλαβή -αιν: καταλαβαίνω - κατάλαβα (Ζ5).
β) Στη δεύτερη ομάδα ανήκουν όσα σχηματίζουν τον αόριστο σε -ανα: ανασαίνω - ανάσανα (Ζ5).
γ) Στην τρίτη ομάδα ανήκουν όσα σχηματίζουν τον αόριστο σε -υνα: ακριβαίνω - ακρίβυνα (Ζ5).
Άσιγμο αόριστο σχηματίζουν επίσης και μερικά άλλα ανώμαλα ρήματα:
α) Εκείνα που αλλάζουν στον αόριστο ολότελα το θέμα:
λέ(γ)ω είπα. Για παραδείγματα, σχόλια βλέπε στα ανώμαλα ρήματα (Ζ1).
β) Εκείνα που αλλάζουν στον αόριστο το θεματικό φωνήεν του ενεστώτα: φεύγω - έφυγα. Για παραδείγματα, σχόλια βλέπε στα ανώμαλα ρήματα (Ζ3).
γ) Εκείνα που λαμβάνουν στον αόριστο την κατάληξη -ηκα: ανεβαίνω ανέβηκα. Για παραδείγματα, σχόλια βλέπε στα ανώμαλα ρήματα (Ζ1).
Άσιγμος αόριστος: Ο αόριστος που τελειώνει σε -α, χωρίς το σ(ξ-ψ), λέγεται άσιγμος αόριστος.
Υγρόληκτα: Τα ρήματα της κατηγορίας αυτής έχουν χαρακτήρα υγρό (ρ, λ, ν).
Ελλειπτικά λέγονται τα ρήματα που συνηθίζονται μόνο σε μερικούς τύπους των εξακολουθητικών χρόνων.
Ο ενεστώτας, ο παρατατικός και ο εξακολουθητικός μέλλοντας λέγονται εξακολουθητικοί χρόνοι, γιατί φανερώνουν ότι κάτι γίνεται με αδιάκοπη συνέχεια ή επανάληψη:
γράφω - έγραφα - θα γράφω.
Ο τελευταίος φθόγγος του ενεστωτικού ή του αοριστικού θέματος λέγεται ενεστωτικός ή αοριστικός χαρακτήρας. Στα θέματα πληρων-, πληρωσ-, πληρωθ- οι χαρακτήρες είναι ν, σ, θ. Το φωνήεν ή το δίψηφο που βρίσκεται στη συλλαβή την πριν από την κατάληξη λέγεται θεματικό φωνήεν. Του πληρώνω λ.χ. θεματικό φωνήεν είναι το ω, του λείπω το ει.

Δ. Συνηρημένα ρήματα

έκαψα
κάηκα
καμένος
έκλαψα
κλαύτηκα
κλαμένος
έφταιξα


άκουσα
ακούστηκα
ακουσμένος
φύλαξα
φυλάχτηκα
φυλαγμένος
έσπασα
σπάστηκα
σπασμένος
Ο ενεργητικός παρατατικός και η παθητική φωνή των ρημάτων της ομάδας αυτής σχηματίζεται με την προσθήκη ενός γ: έκαιγα - καίγομαι.
Μερικά φωνηεντόληκτα ρήματα συναιρούν συχνά στον ενεργητικό ενεστώτα της οριστικής, της υποτακτικής και της προστακτικής το θεματικό τους φωνήεν με το φωνήεν της κατάληξης. Τα ρήματα αυτά λέγονται συνηρημένα. Σε όλα τα συνηρημένα ρήματα συναιρούνται όλα τα πρόσωπα εκτός από το πρώτο και το τρίτο ενικό.

Ε1. Ρήματα δεύτερης συζυγίας. Πρώτη τάξη

αγάπησα
αγαπιέμαι
αγαπήθηκα
αγαπημένος
σπατάλησα
σπαταλ-ώμαι-ιέμαι
σπαταλήθηκα
σπαταλημένος
εξάρτησα
εξαρτ-ώμαι-ιέμαι
εξαρτήθηκα
εξαρτημένος
βοήθησα
βοηθ-ούμαι-ιέμαι
βοηθήθηκα
βοηθημένος
ζήτησα
ζητ-ούμαι-ιέμαι
ζητήθηκα
ζητημένος
τίμησα
τιμώμαι
τιμήθηκα
τιμημένος
ανέκτησα
ανακτώμαι
ανακτήθηκα
ανακτημένος

συνέστησα
συνιστώμαι
συστ-(ά)ήθηκα
συστημένος
προσμέτρησα
προσμετρ-ούμαι-ώμαι
προσμετρήθηκα

θυροκόλλησα
θυροκολλ-ούμαι-ώμαι
θυροκολλήθηκα
θυροκολλημένος
Μερικά ρήματα β' συζυγίας α' τάξης ακολουθούν αρχαϊκή κλίση στον παθητικό ενεστώτα: τιμ-ώμαι-άσαι-άται τιμόμαστε/τιμώμεθα τιμάσ(θ)τε τιμώνται.
Ορισμένα από τα ρήματα αυτά σχηματίζουν και τύπους σε -ούνται, -ούνταν (προτιμούνται, προτιμούνταν) και άλλα -που χρησιμοποιούνται συχνά στον λόγο, όπως τα διασπώμαι, εγγυώμαι- κλίνονται στον παρατατικό όπως το ρήμα θυμάμαι: εγγυ-όμουν-όσουν-όταν-όμαστε-όσαστε-όνταν. Ιδιαίτερα δύσχρηστος είναι ο παθητικός παρατατικός όπου, στο τρίτο ιδιαίτερα πρόσωπο, συνηθίζονται οι αρχαϊκοί τύποι με αύξηση (ετιμάτο - ετιμώντο) ή και χωρίς την αύξηση στα σύνθετα ρήματα: εξα(η)ρτάτο - εξα(η)ρτώντο. Τέλος υπάρχουν ρήματα που ακολουθούν διπλή κλίση, ανάλογα με το είδος του λόγου στο οποίο απαντώνται (γραπτός ή προφορικός, λογοτεχνία, επίσημος ή καθημερινός): εξαρτώμαι/εξαρτιέμαι. Η μετοχή του παθητικού ενεστώτα των ρημάτων με αρχαϊκούς τύπους καταλήγει σε -ώμενος: τιμώμενος.
Τα ρήματα της δεύτερης συζυγίας διαιρούνται σε δύο τάξεις για κάθε φωνή, ανάλογα με τις καταλήξεις που παίρνουν στον ενικό αριθμό της οριστικής του ενεστώτα. Στην ενεργητική φωνή η πρώτη τάξη τελειώνει σε -ώ, -άς, -ά:
αγαπώ, αγαπάς, αγαπά.
Η δεύτερη τάξη τελειώνει σε -ώ, -είς, -εί:
λαλώ, λαλείς, λαλεί.
Στην παθητική φωνή η πρώτη τάξη τελειώνει σε -ιέμαι, -ιέσαι, -ιέται:
αγαπιέμαι, αγαπιέσαι, αγαπιέται.
Η δεύτερη τάξη τελειώνει σε -ούμαι, -άσαι, -άται:
θυμούμαι, θυμάσαι, θυμάται.
Ε2. Ρήματα δεύτερης συζυγίας. Δεύτερη τάξη

στέρησα
στερούμαι
στερήθηκα
στερημένος
παρεξήγησα
παρεξηγ-ούμαι-ιέμαι
παρεξηγήθηκα
παρεξηγημένος

κοιμ-ούμαι-άμαι
κοιμήθηκα
κοιμισμένος






Ρήματα με κλίση κατά την τρίτη τάξη της αρχαίας

πληρούμαι



















ΣΤ. Βοηθητικά και απρόσωπα
Βοηθητικά

ήμουν
είχα

Απρόσωπα και τριτοπρόσωπα ρήματα










Τα ρήματα που συνηθίζονται στο τρίτο ενικό πρόσωπο χωρίς υποκείμενο ονομάζονται απρόσωπα.
Τα ρήματα έχω και είμαι, όταν βοηθούν να σχηματιστούν οι περιφραστικοί χρόνοι, λέγονται βοηθητικά ρήματα.
Τα ρήματα που συνηθίζονται στο τρίτο ενικό πρόσωπο χωρίς υποκείμενο ονομάζονται απρόσωπα.