Φράση:
Η συντακτική δομή που περιλαμβάνει περισσότερες από μία λέξεις και δεν είναι
πρόταση, δηλαδή δεν έχει την τυπική προτασιακή δομή Υποκείμενο - Κατηγόρημα.
Από τον συνδυασμό των φράσεων προκύπτουν οι προτάσεις, ενώ από την ανάλυσή τους
οι λέξεις.
Οι
βασικές κατηγορίες των φράσεων είναι η ονοματική (π.χ μεγάλοσκυλί),
η ρηματική (π.χ. έπεσε κάτω), η προθετική (π.χ. προς
τα αριστερά), η επιρρηματική (π.χ. πολύ αργά) και η επιθετική
(π.χ. καλός και όμορφος).
Πρόταση:
Είναι
η βασική μονάδα του λόγου με την έννοια ότι έχει σημασιακή και συντακτική
αυτονομία· σημασιακή αυτονομία, στον βαθμό που εκφράζει μια ''πλήρη σκέψη'',
αφού η πρόταση είναι συνδυασμός ενός ειδικού και ενός γενικού όρου, ενός ονόματος
και ενός κατηγορήματος. Η συντακτική της αυτονομία, το γεγονός δηλαδή ότι η
πρόταση -αντίθετα από άλλες μικρότερες μονάδες (ή ''μέρη του λόγου'') όπως η
φράση, το ουσιαστικό, το επίρρημα κλπ.-
μπορεί να ''σταθεί μόνη της'' στον λόγο, είναι απόρροια της σημασιακής της αυτονομίας.
Αν όμως η πρόταση είναι αυτόνομη από σημασιακή και συντακτική άποψη, από επικοινωνιακή
άποψη δεν είναι αυτόνομη. Ο προφορικός λόγος δεν συγκροτείται από αυτόνομες
προτάσεις, αλλά από προτάσεις που διαπλέκονται για να δομήσουν διαλόγους, δηλαδή
κείμενα. Η ίδια η συντακτική συγκρότηση της πρότασης αντανακλά αυτή τη διαπλοκή.
'Ετσι, η επιλογή του οριστικού ή του αόριστου άρθρου, π.χ. το παιδί ήρθε/ένα
παιδί ήρθε καθορίζεται από τις παραδοχές που κάνει ο ομιλητής για
το κοινό απόθεμα πληροφοριών που μοιράζεται με τον συνομιλητή του. Η επιλογή
του οριστικού άρθρου, για παράδειγμα, υπονοεί ότι ο ομιλητής θεωρεί δεδομένη
τη γνώση του συνομιλητή του γι' αυτό το οποίο γίνεται λόγος (ποιο παιδί,
στο παραπάνω παράδειγμα). Η επιλογή του αόριστου άρθρου από την άλλη, υπονοεί
την αντίθετη παραδοχή (βλ. θέμα/σχόλιο). Η έμφαση, η αντιδιαστολή, η
σειρά των λέξεων (π.χ. τον συνάντησα τον Γιάννη/τον Γιάννη συνάντησα
) και οι επιτονικοί χρωματισμοί κινητοποιούνται, επίσης, από τη διαπλοκή
των προτάσεων στη συγκρότηση του κειμένου -της επικοινωνίας.
Λέξη:
Για
τους ομιλητές μιας γλώσσας, η λέξη είναι μια ολοκληρωμένη, φωνητικά και σημασιολογικά,
ενότητα. Γι' αυτό τείνουμε ως ομιλητές να θεωρούμε τη λέξη ως τη βασική μονάδα
του λόγου. Τις περισσότερες φορές η λέξη αναλύεται σε επιμέρους μονάδες που
είναι φορείς σημασίας (βλ. και μόρφημα). Γι' αυτό τον λόγο η έννοια "λέξη"
θα πρέπει να κατανοηθεί μέσω
της βασικότερης έννοιας "μόρφημα" και των κατηγοριών της: λεξικών και
γραμματικών μορφημάτων, τα οποία διακρίνονται σε παραγωγικά και κλιτικά.
Αυτό δηλαδή που ονομάζεται πολλές φορές "απλή", "ριζική" ή "πρωτότυπη"
λέξη, είναι στην ουσία συνδυασμός ενός λεξικού μορφήματος συνήθως με κάποιο
κλιτικό μόρφημα, π.χ. άνθρωπ-ος· ενώ
η σύνθετη λέξη αποτελεί συνδυασμό δύο λεξικών μορφημάτων με κάποιο κλιτικό
μόρφημα, π.χ. αγρι-άνθρωπ-ος. Αντίστοιχα, η παράγωγη λέξη είναι συνδυασμός
ενός λεξικού με ένα παραγωγικό μόρφημα, συν το κλιτικό μόρφημα, π.χ. ανθρώπ-ιν-ος.